ἀναλύσει

ἀναλύσει
ἀνάλυσις
loosing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναλύσεϊ , ἀνάλυσις
loosing
fem dat sg (epic)
ἀνάλυσις
loosing
fem dat sg (attic ionic)
ἀναλύ̱σει , ἀναλύω
cause to wander
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναλύ̱σει , ἀναλύω
cause to wander
fut ind mid 2nd sg
ἀναλύ̱σει , ἀναλύω
cause to wander
fut ind act 3rd sg
ἀναλύζω
hiccough
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναλύζω
hiccough
fut ind mid 2nd sg
ἀναλύζω
hiccough
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • Αβελάρδος, Πέτρος — (Pierre Abelard, Λε Παλέ 1079 – Σαλόν σιρ Σον 1142).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου θεολόγου και φιλοσόφου Πιερ Αμπελάρ. Μαθητής στην αρχή του Ροσλέν και του Γκιγιόμ ντε Σανπό, γίνεται αργότερα, σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από 30 ετών …   Dictionary of Greek

  • άμορφη τέχνη — Ο όρος αναφέρεται στο ρεύμα που αρνείται τις θεωρητικές θέσεις της αφηρημένης τέχνης και γενικότερα την υποταγή του καλλιτεχνικού έργου σε οποιονδήποτε μορφολογικό προγραμματισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετείται η απουσία κάθε περιορισμού, με… …   Dictionary of Greek

  • Γκέλνερ, Έρνεστ — (Ernest Gellner, Παρίσι 1925 – Πράγα 1995). Βρετανός φιλόσοφος, ανθρωπολόγος και κοινωνιολόγος, τσεχικής καταγωγής. Γεννήθηκε από Τσέχους γονείς στη Γαλλία, αλλά μεγάλωσε στην Πράγα, στην οποία πέρασε και τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το 1939 …   Dictionary of Greek

  • Γκούρβιτς, Αλεξάντρ Γκαμπρίλοβιτς — (Aleksandr Gabrilovich Gurvich,Πολτάβα 1847 – Μόσχα 1954). Ρώσος βιολόγος. Σπούδασε στο Μόναχο και εργάστηκε στο Στρασβούργο και στη Βέρνη έως το 1906. Διετέλεσε επίσης καθηγητής στην Πετρούπολη (1907 18) και στη Μόσχα (1925 30), όπου διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Δήμου, Νίκος — (Αθήνα 1935 –). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Μονάχου την περίοδο 1954 60. Έχει γράψει πολλά βιβλία, πεζά, ποιήματα, φιλοσοφικές πραγματείες και δοκίμια. Σε πολλά από αυτά, με πιο… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική γεωλογία — Κλάδος της γεωλογίας που μελετά τις γεωλογικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Γης. Οι δυνάμεις που εμφανίζονται σε αυτές τις διεργασίες, ο τρόπος που δρουν και τα φαινόμενα που παράγουν είναι φυσικής, χημικής ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”